- φορτίσιμο
- τοάκλ. (λ. ιταλ., μουσ.), καθένα από τα μέρη μουσικής σύνθεσης που εκτελούνται πολύ ηχηρά και πολύ έντονα (αντίθ. πιανίσιμο).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φορτίσιμο — το, Ν άκλ. μουσ. 1. μέρος μουσικής σύνθεσης που απαιτεί την όσο το δυνατόν ηχηρότερη εκτέλεση 2. (ως επίρρ.) φορτίσιμο πολύ δυνατά, πολύ έντονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fortissimo, υπερθ. τού forte] … Dictionary of Greek
ταμ-ταμ — Κρουστό μουσικό όργανο ανατολικής προέλευσης. Αποτελείται από ένα μεταλλικό δίσκο, με στρογγυλεμένη περίμετρο. Κατασκευάζεται σε διάφορα μεγέθη που καθορίζουν τη διαφορετική έκταση του ήχου. Κρούεται με ένα ρόπαλο ντυμένο με τσόχα ή φελλό και… … Dictionary of Greek